σύντροφος

σύντροφος
ο, η / σύντροφος, -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. συντρόφισσα Ν, και αττ. τ. ξύντροφος, -ον, Α [συντρέφω]
(κυρίως σχετικά με πρόγμ. και καταστάσεις) αυτός τον οποίο δεν αποχωρίζεται ή δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιος, ο στενά συνυφασμένος (α. «από τότε που χωρίσανε έχει τη θλίψη σύντροφο» β. «τῇ Ἑλλάδι πενίη αἰεὶ... σύντροφος», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. άτομο στενά συνδεδεμένο με κάποιον, στενός φίλος, συνοδός, συμπαραστάτης
2. συμμέτοχος σε εργασία ή επιχείρηση, συνέταιρος
3. προσηγορία μεταξύ τών κομμουνιστών και τών σοσιαλιστών
4. βιολ. ομογενές άτομο, το οποίο σχετίζεται προς μια καθορισμένη συμπεριφορά
5. φρ. α) «σύντροφος ζωής» — ο ή η σύζυγος
β) «ερωτικός σύντροφος» — εραστής
γ) «σύντροφοι μάχης» — οι δύο ακροβολιστές τού ίδιου στοίχου
6. παροιμ. φρ. «οπόχει σύντροφο, έχει αφέντη» — δηλώνει ότι εκείνος που είναι συνέταιρος με κάποιον δεν έχει απόλυτη ελευθερία κινήσεων
μσν.
(για φυτά) αυτός που τρέφεται με τις ίδιες ουσίες («διαζῇ τὸ κλῆμα... σύντροφον καὶ συμφυὲς γενόμενον [τῇ ἀμπέλῳ]», Γεωπ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που ζει μαζί με κάποιον, που συζεί
αρχ.
1. αυτός που ανατράφηκε μαζί με άλλον, ομότροφος, ιδίως αυτός που ανατράφηκε μαζί με άλλον σαν να ήταν αδελφός του, ομογάλακτος
2. (για κατοικίδια ζώα) αυτός που παίρνει την ίδια τροφή παράλληλα ή ταυτόχρονα με άλλον («τὰ μὲν σύντροφα αὐτοῑσι [τοῑσι ἀνθρώποισι]», Ηρόδ.)
3. αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες με άλλον
4. (σχετικά με πράγμ. ή καταστάσεις) ο συνηθισμένος σε κάτι («ἐν γὰρ ἀνάγκαις οὐ κάμνει σύντροφος ὤν», Ευρ.)
5. (για πράγμ.) αυτός που αναπτύχθηκε μαζί με κάτι άλλο, σύμφυτος («ἤν μὴ ἐκ παιδίου σύντροφος ᾖ [ἡ νοῡσος]», Ιπποκρ.)
6. αυτός που ενυπάρχει σε κάτι ή αυτός που συνυπάρχει με κάτι, εγγενής, έμφυτος
7. αυτός που γίνεται ή τελείται καθημερινά
8. (με ενεργ. σημ.) α) αυτός που βοηθάει στη διατήρηση κάποιου («ἀέρα οὐ μόνον πρόμαχον καὶ σύντροφον ζωῆς», Ξεν.)
β) αυτός που βοηθά κάποιον να εκθρέψει άλλον ή άλλους
γ) αυτός που ποιμαίνει μαζί με άλλον ή αυτός που φυλάγει ποίμνια μαζί με άλλον («εἴ τις τῶν ἄλλων τὸ τέχνης ὄνομα ἔχων κοινῇ τῆς ἀγέλης ξύντροφος εἶναι», Πλάτ.).
επίρρ...
συντρόφως Α
με κατάλληλο τρόπο, όπως αρμόζει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σύντροφος — brought up together with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύντροφος — ο θηλ. συντρόφισσα 1. συνοδός και φίλος: Εγκατέλειψε τους συντρόφους του. 2. «σύντροφος του βίου», σύζυγος. 3. προσηγορία μεταξύ κομουνιστών. 4. μτφ., κάτι που δεν αποχωρίζεται κάποιος: Έχωτον πόνο συντροφιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύντροφος — σύντροφος , σύντροφος brought up together with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρόφως — σύντροφος brought up together with adverbial σύντροφος brought up together with masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύντροφον — σύντροφος brought up together with masc/fem acc sg σύντροφος brought up together with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντροφώτερα — σύντροφος brought up together with neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρόφοις — σύντροφος brought up together with masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρόφου — σύντροφος brought up together with masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρόφους — σύντροφος brought up together with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρόφων — σύντροφος brought up together with masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”